ἀκουστικῆς

ἀκουστικῆς
ἀκουστικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροακουστική — Κλάδος της εφαρμοσμένης ακουστικής που ασχολείται με τη θεωρητική έρευνα και κυρίως με τις πρακτικές εφαρμογές για την μετατροπή της ακουστικής ενέργειας σε ηλεκτρική και αντίστροφα. Οι διατάξεις που χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή των ήχων σε… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… …   Dictionary of Greek

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • αερόφωνα — τα (Μουσ.) τα όργανα εκείνα, στα οποία ο αρχικός ήχος παράγεται από μια παλλόμενη μάζα αέρα. Σε πολύ αδρές και γενικές γραμμές η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα ξύλινα πνευστά, τα χάλκινα, τα όργανα με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια (αγγλ. free reed… …   Dictionary of Greek

  • ακοόμετρο — Ιατρ. συσκευή για την εξέταση τής λειτουργικής κατάστασης τών αφτιών (τής ακουστικής οξύτητας). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. audiometer, νόθο σύνθετο, < audio (< λατ. audio «ακούω») + meter < ελλην. μέτρο (ν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”